Παναγιώτης Λανταβός


    Facebook Google Twitter

    Συνάντηση 3η

    Πιστεύω στην μυρωδιά του θαλασσινού νερού,
    που την καταλαβαίνεις πριν δεις την θάλασσα

    Πιστεύω στην καταιγίδα που έρχεται,
    γιατί σου αφήνει ένα αίσθημα προσμονής

    Πιστεύω στην βροχή που ήρθε,
    γιατί ξεπλένει τις σκέψεις

    Πιστεύω στις λέξεις,
    που έχουν μόνο λόγο ύπαρξης να πληγώνουν

    Πιστεύω στην ομίχλη,
    που κρύβει τις περίτεχνες μάσκες που έχουμε όλοι μας

    Πιστεύω στου αγνώστους,
    γιατί είναι πάντα οι καλύτεροι άνθρωποι

    Πιστεύω στο παγωτό λεμόνι το φθινόπωρο,
    γιατί είναι και αυτό μια μικρή επανάσταση

    Πιστεύω στα τραγούδια,
    γιατί υπάρχει ένα για τον καθένα

    Πιστεύω στο αύριο,
    γιατί δεν θέλω να ακούω το χθες

    Πιστεύω στην μουσική

    ~

    Συνάντηση 5η

    Φοβάμαι αυτούς, που τον χειμώνα πουλάνε γιατροσόφια στους αρρώστους και το καλοκαίρι εξαφανίζονται, γίνονται καπνός.

    Φοβάμαι και αυτούς που τους εμπιστεύονται με τις ελπίδες τους, μονάχα για να μείνουν ξεκρέμαστοι.

    Φοβάμαι τις σημαίες που ανεμίζουν χωρίς σκοπό.

    Φοβάμαι τους δήθεν ποιητές που βάζουν την ομορφιά των λέξεων πάνω από αυτήν των σκέψεων.

    Φοβάμαι αυτούς που φοβούνται τα πάντα, γιατί η απελπισία οδηγεί στην τρέλα.

    Φοβάμαι την τρέλα, γιατί είναι μεταδοτική.

    Μα όχι όλα αυτά δεν τα φοβάμαι πραγματικά,
    Δεν θέλω να τα φοβάμαι.
    Δεν πρέπει να τα φοβάμαι.

    Φοβάμαι μονάχα τον εαυτό μου.
    Φοβάμαι τις απόκρυφες σκέψεις μου. 
    Φοβάμαι αυτόν που θα μπορούσα να γίνω.

    Φοβάμαι την κάθε λέξη μου και την κάθε κίνηση, γιατί
    Φοβάμαι μη πληγώσω τους ανθρώπους που αγαπώ.

    ~

    Συνάντηση 6η

    Ποίηση είναι συμπυκνωμένα συναισθήματα σε συσκευασία Νουνού.

    ~

    Συνάντηση 10η

    Τη Δευτέρα την λέγανε Μαρία 
    Γιατί έτσι την έβγαλαν οι γονείς της, 
    αλλά για λίγο μόνο

    Την Τρίτη την λέγανε Κιτκατ
    Γιατί πάντα ήθελε να την λένε έτσι
    και γιατί πάντα περπατούσε ξυπόλυτη

    Την Τετάρτη την λέγανε αγάπη μου, μωρό μου
    Και για μια στιγμή μονάχα νόμισε
    ότι είχε βρει αυτό που ζητούσε

    Την Πέμπτη την λέγανε βροχή 
    Γιατί όλοι βλέπανε τις σταγόνες που καθρεφτίζονταν
    στα πράσινα μάτια της 

    Την Παρασκευή ήταν η ασθενής 
    Και ποτέ δεν της πήγαιναν τα άσπρα,
    πάντα τα απεχθανόταν

    Το Σάββατο έγινε ‘’ποια είναι αυτή’’
    Όταν ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω της,
    άγνωστοι, αυτή ήξερε μόνο το τσιμέντο

    Κυριακή
    Κηδεία
    Σήμερα δεν έχει όνομα 
    γιατί κανείς δεν την ήξερε πραγματικά 
    Μα ούτε και αυτή ήταν εκεί
    Γιατί δεν είχε πέσει,
    είχε πετάξει μακριά

    Leave a Reply